Αναδημοσιεύουμε από το φύλλο της εφημερίδας
"Εγκυρος Ανταποκριτής'' της 17/1/2013, άρθρο του Βασίλη Κατσαφάδου με
τίτλο: "Η λίστα Λαγκάρντ και ο Ποινικός Κώδικας''.
Παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό τα όσα διαδραματίζονται αναφορικά με την περιβόητη λίστα Λαγκάρντ και τις προτάσεις των κομμάτων περί σύστασης προκαταρκτικής επιτροπής για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών, σύμφωνα με το νόμο περί ευθύνης Υπουργών. Και όσον αφορά μεν την κοινή πρόταση των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής, δεν θα ήθελα να ασχοληθώ ιδιαίτερα, αφού είναι γνωστός ο τρόπος που τα δύο αυτά κόμματα προσεγγίζουν τα πράγματα (εξτρεμιστικός λαϊκισμός
και έξαλλη συνωμοσιολογία από τη μια, μίσος για το δημοκρατικό πολίτευμα και λογική έκτακτων στρατοδικείων από την άλλη). Η πρόταση όμως του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο σκέλος της που αφορά την παραπομπή του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου για παράβαση καθήκοντος, υπεξαγωγή εγγράφου και απιστία, τραυματίζουν βαρύτατα την ίδια τη Νομική Επιστήμη, στην οποία βέβαια δεν χωρούν λαϊκισμοί και πολιτικές σκοπιμότητες. Και αυτό διότι αυτά τα αδικήματα απαιτούν σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα την εκ δόλου μείωση της δημόσιας περιουσίας με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους του ιδίου ή τρίτου προσώπου. Ασφαλώς κανένα στοιχείο δεν υπάρχει σε βάρος του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ ως προς την τέλεση εκ μέρους του των αδικημάτων αυτών, όπως αυτά περιγράφονται στο νόμο. Επιχειρείται έτσι η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου, και μάλιστα με την παραπομπή χωρίς ποινικώς αξιολογήσιμα στοιχεία του Προέδρου ενός κόμματος, δηλητηριάζοντας έτι περαιτέρω την πολιτική ομαλότητα που τόσο πολύ έχει ανάγκη ο τόπος σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο.
Η ιστορία διδάσκει ότι ο τόπος μας έχει πληρώσει πολύ ακριβά στο παρελθόν διχαστικές πρακτικές τυφλού φανατισμού για εξυπηρέτηση μικροκομματικού συμφέροντος. Οι πολιτικές ευθύνες των πολιτικών προσώπων καταλογίζονται από το λαό με την ψήφο του. Η ύπαρξη όμως ποινικών ευθυνών απαιτεί τη συνδρομή των όρων και των προϋποθέσεων του νόμου, ο καταλογισμός τους δε απαιτεί νηφάλια και ψύχραιμη θεώρηση του αποδεικτικού υλικού. Και αυτό διότι η Βουλή λειτουργώντας ως όργανο που κρίνει την σύσταση ή όχι προκαταρκτικής επιτροπής σε βάρος πολιτικών προσώπων, ασκεί οιονεί δικαστικά καθήκοντα, συνεπώς στην κρίση της δεν πρέπει να χωρούν πολιτικές σκοπιμότητες, φανατισμός και μισαλλοδοξία.
Ασφαλώς και είναι αίτημα των καιρών, εγώ θα προσέθετα ότι αυτό πρέπει να είναι πάγιο και διαρκές, ο καταλογισμός ποινικών ευθυνών εκεί που αυτές ανήκουν, όσο ψηλά και αν βρίσκονται. Άλλο πράγμα όμως είναι το αίτημα για κάθαρση του πολιτικού βίου της χώρας και άλλο ο εξανδραποδισμός των πολιτικών αντιπάλων με τον μανδύα του καταλογισμού ανύπαρκτων ποινικών ευθυνών. Αυτό το ολίσθημα διέπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ με την πρόταση του. Δείχνει έτσι ότι δεν διδάσκεται από το απώτερο παρελθόν του. Και αυτό το ολίσθημα είναι σίγουρο ότι σε βάθος χρόνου, όταν θα αποκαλυφθούν οι προφανείς σκοπιμότητες, θα του το χρεώσει ο ελληνικός λαός…
Παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό τα όσα διαδραματίζονται αναφορικά με την περιβόητη λίστα Λαγκάρντ και τις προτάσεις των κομμάτων περί σύστασης προκαταρκτικής επιτροπής για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών, σύμφωνα με το νόμο περί ευθύνης Υπουργών. Και όσον αφορά μεν την κοινή πρόταση των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής, δεν θα ήθελα να ασχοληθώ ιδιαίτερα, αφού είναι γνωστός ο τρόπος που τα δύο αυτά κόμματα προσεγγίζουν τα πράγματα (εξτρεμιστικός λαϊκισμός
και έξαλλη συνωμοσιολογία από τη μια, μίσος για το δημοκρατικό πολίτευμα και λογική έκτακτων στρατοδικείων από την άλλη). Η πρόταση όμως του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο σκέλος της που αφορά την παραπομπή του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου για παράβαση καθήκοντος, υπεξαγωγή εγγράφου και απιστία, τραυματίζουν βαρύτατα την ίδια τη Νομική Επιστήμη, στην οποία βέβαια δεν χωρούν λαϊκισμοί και πολιτικές σκοπιμότητες. Και αυτό διότι αυτά τα αδικήματα απαιτούν σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα την εκ δόλου μείωση της δημόσιας περιουσίας με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους του ιδίου ή τρίτου προσώπου. Ασφαλώς κανένα στοιχείο δεν υπάρχει σε βάρος του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ ως προς την τέλεση εκ μέρους του των αδικημάτων αυτών, όπως αυτά περιγράφονται στο νόμο. Επιχειρείται έτσι η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου, και μάλιστα με την παραπομπή χωρίς ποινικώς αξιολογήσιμα στοιχεία του Προέδρου ενός κόμματος, δηλητηριάζοντας έτι περαιτέρω την πολιτική ομαλότητα που τόσο πολύ έχει ανάγκη ο τόπος σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο.
Η ιστορία διδάσκει ότι ο τόπος μας έχει πληρώσει πολύ ακριβά στο παρελθόν διχαστικές πρακτικές τυφλού φανατισμού για εξυπηρέτηση μικροκομματικού συμφέροντος. Οι πολιτικές ευθύνες των πολιτικών προσώπων καταλογίζονται από το λαό με την ψήφο του. Η ύπαρξη όμως ποινικών ευθυνών απαιτεί τη συνδρομή των όρων και των προϋποθέσεων του νόμου, ο καταλογισμός τους δε απαιτεί νηφάλια και ψύχραιμη θεώρηση του αποδεικτικού υλικού. Και αυτό διότι η Βουλή λειτουργώντας ως όργανο που κρίνει την σύσταση ή όχι προκαταρκτικής επιτροπής σε βάρος πολιτικών προσώπων, ασκεί οιονεί δικαστικά καθήκοντα, συνεπώς στην κρίση της δεν πρέπει να χωρούν πολιτικές σκοπιμότητες, φανατισμός και μισαλλοδοξία.
Ασφαλώς και είναι αίτημα των καιρών, εγώ θα προσέθετα ότι αυτό πρέπει να είναι πάγιο και διαρκές, ο καταλογισμός ποινικών ευθυνών εκεί που αυτές ανήκουν, όσο ψηλά και αν βρίσκονται. Άλλο πράγμα όμως είναι το αίτημα για κάθαρση του πολιτικού βίου της χώρας και άλλο ο εξανδραποδισμός των πολιτικών αντιπάλων με τον μανδύα του καταλογισμού ανύπαρκτων ποινικών ευθυνών. Αυτό το ολίσθημα διέπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ με την πρόταση του. Δείχνει έτσι ότι δεν διδάσκεται από το απώτερο παρελθόν του. Και αυτό το ολίσθημα είναι σίγουρο ότι σε βάθος χρόνου, όταν θα αποκαλυφθούν οι προφανείς σκοπιμότητες, θα του το χρεώσει ο ελληνικός λαός…